- ενδοφλεβικός
- -ή, -όο ενδοφλέβιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενδοφλεβικός — ή, ό βλ. ενδοφλέβιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενδοφλέβιος, -α, -ο — και ενδοφλεβικός, ή ό που βρίσκεται ή γίνεται στο εσωτερικό των φλεβών: Ενδοφλέβια ένεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)